ξεκουμπίζω

ξεκουμπίζω
ξεκούμπισα, ξεκουμπίστηκα, ξεκουμπισμένος
1. διώχνω, αποπέμπω.
2. το μέσ. (συνηθέστ.), ξεκουμπίζομαι απομακρύνομαι, παύω να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου: Ξεκουμπίστηκαν επιτέλους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεκουμπίζω — 1. διώχνω κάποιον με βάναυσο τρόπο 2. (συν. το μέσ.) ξεκουμπίζομαι παύω να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου, απομακρύνομαι («ξεκουμπίσου γρήγορα από μπροστά μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἐξ εκόμισα, αόρ. τού ἐκκομίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουμπίδια — επίρρ. άδειασέ μας τη γωνιά, ξεκουμπίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκουμπίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. πιστολ ίδι, σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • εξοστρακίζω — εξοστράκισα, εξοστρακίστηκα, εξοστρακισμένος, μτβ. 1. εξορίζω κάποιον με οστρακισμό (βλ. λ.), τον εκτοπίζω, τον διώχνω έξω από τα όρια της πόλης. 2. μτφ., αποβάλλω κάτι, απομακρύνω, εξοβελίζω, ξεκουμπίζω: Εξοστράκισε πολλά ελαττώματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκούμπισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεκουμπίζω, απομάκρυνση, διώξιμο, αποχώρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”